- πάριδες
- παρεῖδονobserve by the wayaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρίδες — (Paridae). Οικογένεια πτηνών. Oνομάζονται και αιγιθαλίδες. Τα πουλιά της οικογένειας αυτής ζουν σε όλο τον κόσμο εκτός από τη Νότια Αμερική. Είναι κυρίως ενδημικά πουλιά και ζουν σε κήπους και σε δάση, όπου τρέφονται από τα καρποφόρα δέντρα. Tον… … Dictionary of Greek
Πάριδες — Πάρις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek